- εκθειαστικός
- η , ό[ν] хвалебный, восторженный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκθειαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εκθειασμό ή γίνεται για εκθειασμό («εκθειαστική κριτική», «εκθειαστικά σχόλια») … Dictionary of Greek
εκθειαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εκθειασμό ή τον εκθειαστή, εγκωμιαστικός, εξυμνητικός: Μίλησε εκθειαστικά για τον ποιητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek